- γαστάλδος
- ο1. δικαστικός υπάλληλος που φροντίζει για τις συναλλαγές και την επίλυση διαφορών μεταξύ ιδιωτών (στα Επτάνησα κατά τη βενετοκρατία και την περίοδο τής Αγγλικής προστασίας)2. φρ. «με τη στράτα τού γαστάλδου» — με δικαστική απόφαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαstαldο].
Dictionary of Greek. 2013.